καλάποδας

καλάποδας
κᾱλάποδας , καλάπους
shoemaker's last
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλαποδάς — ο αυτός που κατασκευάζει καλαπόδια: Το επάγγελμά του είναι καλαποδάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαποδάς — ο [καλαπόδι] τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή καλαποδιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”