καλαποδάς — ο αυτός που κατασκευάζει καλαπόδια: Το επάγγελμά του είναι καλαποδάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλαποδάς — ο [καλαπόδι] τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή καλαποδιών … Dictionary of Greek